ἅθυρμα — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυρμα — plaything neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθυρμα — το, ατος παιχνίδι (κυρίως σε μτφ. έννοια): Είχε πια γίνει άθυρμα της μοίρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄθυρμ' — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρμάτων — ἄθυρμα plaything neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρμασι — ἄθυρμα plaything neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρμασιν — ἄθυρμα plaything neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρματα — ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρματι — ἄθυρμα plaything neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρματος — ἄθυρμα plaything neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)